- ἡμιδακτυλιαῖος
- ἡμι-δακτῠλιαῖος, α, ον,A half a finger long, S.E.M.10.137.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημιδακτυλιαίος — ἡμιδακτυλιαῑος, αία, ον (Α) αυτός που έχει μήκος μισού δακτύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + δακτυλ ιαίος] … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek